κλαμβός

From LSJ
Revision as of 02:57, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλαμβός Medium diacritics: κλαμβός Low diacritics: κλαμβός Capitals: ΚΛΑΜΒΟΣ
Transliteration A: klambós Transliteration B: klambos Transliteration C: klamvos Beta Code: klambo/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A docked, cropped, ὦτα Hippiatr.14, cf.17.

German (Pape)

[Seite 1446] (κλάω?), verstümmelt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κλαμβός: -ή, -όν, κολοβός, ἠκρωτηριασμένος, Ἱππιατρ. 54. 62.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
mutilé.
Étymologie: DELG κλάω.

Greek Monolingual

κλαμβός, -ή, -όν (Μ)
ακρωτηριασμένος, κολοβωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το κλάω / -, εμφανίζοντας κατάλ. -(μ)βός κατά τα σκαμβός, κολοβός. Θα μπορούσε όμως να θεωρηθεί και μεταγενέστερη φωνητική παραλλαγή του κράμβος.

Greek Monotonic

κλαμβός: -ή, -όν, κολοβός, ακρωτηριασμένος, σε Ιππιατρ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: cocked, cropped (ὦτα, Hippiatr.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Formation as κολοβός id., σκαμβός crooked etc. (Chantraine Formation 261, Schwyzer 496) from κλάω(?) (Pok. 547). (On Lith. klumbas limping, stumbling, OE lempi-healt limping, which Specht Ursprung 130f. connected wih κλαμβός, s. Fraenkel Wb. s. v. (to Lith. klùbti stumble) or Pok. 657 (to NEng. limp etc. (IE. *lemb-).) - A typically Pre-Greek word; cf. σκαμβός.

Middle Liddell

κλαμβός, ή, όν
mutilated, Hippiatr.