κουστωδία
From LSJ
οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty
English (LSJ)
ἡ, = Lat.
A custodia, Ev.Matt.27.65.
Greek (Liddell-Scott)
κουστωδία: ἡ, τὸ Λατ. custodia, = φυλακή, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κζ΄, 65.
English (Strong)
of Latin origin; "custody", i.e. a Roman sentry: watch.
English (Thayer)
κουστωδίας (Buttmann, 17 (16)), ἡ (a Latin word), guard: used of the Roman soldiers guarding the sepulchre of Christ, Matthew 28:11. (Ev. Nic c. 13.)
Greek Monolingual
η (AM κουστωδία)
στρατιωτική φρουρά
νεοελλ.
αστυνομική συνοδεία
μσν.
1. φρούρηση
2. φροντίδα, φύλαξη
αρχ.
επαγρύπνηση, ετοιμότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. custodia < λατ. custos «φύλακας, φρουρός»].
Greek Monotonic
κουστωδία: ἡ, το Λατ. custodia, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
κουστωδία: ἡ (лат. custodia) стража NT.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κουστωδία -ας, ἡ [Lat. custodia] wacht, bewaking. NT.