λιβάδιον

From LSJ
Revision as of 03:25, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

οἱ Κυρηναϊκοὶ δόξαις ἐχρῶντο τοιαύταις: δύο πάθη ὑφίσταντο, πόνον καὶ ἡδονήν, τὴν μὲν λείαν κίνησιν, τὴν ἡδονήν, τὸν δὲ πόνον τραχεῖαν κίνησιν → the Cyrenaics admitted two sensations, pain and pleasure, the one consisting in a smooth motion, pleasure, the other a rough motion, pain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐβάδιον Medium diacritics: λιβάδιον Low diacritics: λιβάδιον Capitals: ΛΙΒΑΔΙΟΝ
Transliteration A: libádion Transliteration B: libadion Transliteration C: livadion Beta Code: liba/dion

English (LSJ)

[ᾰ], τό, (λιβάς)

   A small spring, πότιμα λ. Plu.2.913c; small stream, λ. ὀλεθρίου ὕδατος Str.8.8.4.    II in the common dialect, a wet place, Eust.1358.54, Thom.Mag.p.223 R.; = χωρίον βοτανῶδες, Hsch.    III = κενταύρειον τὸ μικρόν, Plin.HN25.68.

German (Pape)

[Seite 42] τό, ein feuchter Ort, Au, Wiese, VLL. u. Sp. – Als dim. von λιβάς, kleiner Quell, Strab. VIII, 389; πότιμα λιβάδια, Plut. qu. nat. 5; Hdn. Epimer. 77 wird es erkl. μικρὸς σταλαγμός.

Greek (Liddell-Scott)

λῐβάδιον: τό, (λιβὰς) ὕδωρ, πότιμα λ. Πλούτ. 2. 913C· μικρὸς ῥύαξ, λ. ὕδατος Στράβ. 389. ― Κατὰ τὸν Ἡρῳδιαν. (Ἐπιμερ. 77) «λιβάδιον· μικρὸς σταλαγμός». ΙΙ. ἐν τῇ κοινῇ διαλέκτῳ, τόπος ἔνυδρος, λειμών, «λιβάδι», Θωμ. Μάγιστρ. 223. 15. Εὐστ. ΙΙΙ. ὄνομα βοτάνης, κενταύριον μικρόν, centaureum parvum, Πλιν. Ν. Η. 25. 31. ― Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς, τόμ. Α΄, σ. 403.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
un peu d’eau.
Étymologie: λιβάς.

Greek Monotonic

λῐβάδιον: [ᾰ], τό, υποκορ. του λιβάς, μικρό ρυάκι, σε Στράβ.

Russian (Dvoretsky)

λῐβάδιον: (ᾰ) τό вода, водоем (πότιμον Plut.).

Middle Liddell

λῐβάδιον, ου, τό, [Dim. of λιβάς
a small stream, Strab.