μειονεξία

From LSJ
Revision as of 03:45, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μειονεξία Medium diacritics: μειονεξία Low diacritics: μειονεξία Capitals: ΜΕΙΟΝΕΞΙΑ
Transliteration A: meionexía Transliteration B: meionexia Transliteration C: meioneksia Beta Code: meioneci/a

English (LSJ)

ἡ,

   A taking less than one's due, opp. πλεονεξία, X.Cyr.2.1.25, Hierax ap.Stob.3.9.54, Simp.in Cael.171.20.

German (Pape)

[Seite 116] ἡ, das Wenigerhaben, im Nachtheil Sein, Xen. Cyr. 2, 1, 25 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μειονεξία: ἡ, τὸ ἔχειν μεῖον, ὀλιγώτερον ἄλλου, ἀντίθετον τῷ πλεονεξία, Ξεν. Κύρ. 2. 1, 25.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
infériorité.
Étymologie: cf. μειονεκτέω.

Greek Monolingual

η (Α μειονεξία) μειονέκτης
η κατάσταση του μειονεκτώ, το να μειονεκτεί κανείς έναντι άλλου.

Greek Monotonic

μειονεξία: ἡ, μειονέκτημα, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

μειονεξία: ἡ худшие условия, невыгодное положение: οὐκ ἐνῆν πρόφασις μειονεξίας Xen. не было повода ссылаться на худшие условия.

Middle Liddell

μειονεξία, ἡ,
disadvantage, Xen.