μικρόχωρος

From LSJ
Revision as of 03:55, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μικρόχωρος Medium diacritics: μικρόχωρος Low diacritics: μικρόχωρος Capitals: ΜΙΚΡΟΧΩΡΟΣ
Transliteration A: mikróchōros Transliteration B: mikrochōros Transliteration C: mikrochoros Beta Code: mikro/xwros

English (LSJ)

ον,

   A with little land or soil, Str.3.4.19.

German (Pape)

[Seite 185] mit kleinem Lande, Strab.

Greek (Liddell-Scott)

μῑκρόχωρος: -ον, ὁ ἔχων μικρὸν χῶρον, Στράβ. 166.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont le terrain est peu étendu.
Étymologie: μικρός, χώρα.

Greek Monolingual

μικρόχωρος, -ον (Α)
αυτός που έχει μικρό τόπο, που κατέχει μικρό Χώρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + -χωρος (< χῶρος), πρβλ. ευρύ-χωρος].

Greek Monotonic

μῑκρόχωρος: -ον (χώρα), με λίγο χώρο ή έδαφος, σε Στράβ.

Middle Liddell

μῑκρό-χωρος, ον χώρα
with little land or soil, Strab.