νεαίρετος

From LSJ
Revision as of 04:05, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεαίρετος Medium diacritics: νεαίρετος Low diacritics: νεαίρετος Capitals: ΝΕΑΙΡΕΤΟΣ
Transliteration A: neaíretos Transliteration B: neairetos Transliteration C: neairetos Beta Code: neai/retos

English (LSJ)

ον,

   A newly taken, θήρ A.Ag.1063; πόλις ib.1065; βούβαλις Id.Fr.330.

German (Pape)

[Seite 234] neuerdings, eben erst gefangen, erobert, θήρ, πόλις, Aesch. Ag. 1033. 1035.

Greek (Liddell-Scott)

νεαίρετος: -ον, νεωστὶ συλληφθείς, κυριευθείς, θὴρ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1063· πόλις αὐτόθι 1065· βούβαλις ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 316.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui vient d’être pris.
Étymologie: νέος, αἱρέω.

Greek Monolingual

νεαίρετος, -ον (Α)
αυτός που κυριεύθηκε μόλις πριν από λίγο ή αυτός που συνελήφθη πρόσφατα («πόλιν νεαίρετον», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -αιρετος (< αἱρῶ «κυριεύω»)].

Greek Monotonic

νεαίρετος: -ον, αυτός που έχει πρόσφατα συλληφθεί, που έχει κυριευθεί, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

νε-αίρετος, ον
newly taken, Aesch.