βαρυδότειρα

From LSJ
Revision as of 06:05, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰρῠδότειρα Medium diacritics: βαρυδότειρα Low diacritics: βαρυδότειρα Capitals: ΒΑΡΥΔΟΤΕΙΡΑ
Transliteration A: barydóteira Transliteration B: barydoteira Transliteration C: varydoteira Beta Code: barudo/teira

English (LSJ)

ἡ,

   A giver of ill gifts, Μοῖρα A.Th.977.

German (Pape)

[Seite 433] Μοῖρα, Unglücksgeberin, Aesch. Sept. 960. 975.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρῠδότειρα: ἡ, ἡ παρέχουσα τὰ βάρη, τὰς δυστυχίας, Μοῖρα Αἰσχύλ. Θήβ. 975, 988.

French (Bailly abrégé)

ας;
adj. f.
qui accable de maux.
Étymologie: βαρύς, δίδωμι.

Spanish (DGE)

(βᾰρῠδότειρα) -ας, ἡ que da duros regalos Μοῖρα A.Th.975.

Greek Monolingual

βαρυδότειρα, η (Α)
φρ. «βαρυδότειρα Μοῑρα» — η Μοίρα που δίνει δυσάρεστα δώρα, που φέρνει δυστυχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + δότειρα, θηλ. του δοτήρ < δίδωμι.

Greek Monotonic

βᾰρῠδότειρα: ἡ, αυτή που παρέχει δυσμενή βάρη, ζημίες, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

βαρυδότειρα: ἡ подательница бедствий (эпитет Мойры) Aesch.

Middle Liddell

giver of ill gifts, Aesch.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαρυδότειρα -ας, ἡ βαρύς, δίδωμι ‘geefster van lasten’, d.w.z. ongelukbrengster.