βραβεία

From LSJ
Revision as of 06:05, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein

Menander, Monostichoi, 189
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρᾰβεία Medium diacritics: βραβεία Low diacritics: βραβεία Capitals: ΒΡΑΒΕΙΑ
Transliteration A: brabeía Transliteration B: brabeia Transliteration C: vraveia Beta Code: brabei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A office of βραβεύς: generally, arbitration, judgement, ὅπως κλύοιμί σου κοινὰς βραβείας E.Ph.450, cf. Lyc.1154.

German (Pape)

[Seite 460] ἡ, eigtl. das Kampfspielrichteramt, übh. Entscheidung, Eur. Phoen. 453.

Greek (Liddell-Scott)

βρᾰβεία: ἡ, τὸ ἀξίωμα τοῦ βραβέως· καθόλου, κρίσις, διαιτησία, ὄπως κλύοιμί σου κοινάς βραβείας Εὐρ. Φοιν. 450.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
fonction d’arbitre ; jugement ou décision d’arbitre.
Étymologie: βραβεύω.

Spanish (DGE)

(βρᾰβεία) -ας, ἡ
arbitraje ὅπως κλύοιμί σου κοινὰς βραβείας para oir de ti arbitrajes comunes habla Etéocles, E.Ph.450, cf. Lyc.1154.

Greek Monolingual

βραβεία, η (Α) βραβεύω
κρίση, διαιτησία.

Greek Monotonic

βρᾰβεία: ἡ (βραβεύς), κρίση, διαιτησία, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

βρᾰβεία: ἡ решение третейского судьи Eur.

Middle Liddell

βραβεύς
arbitration, judgment, Eur.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βραβεία -ας, ἡ βραβεύω beslissing, uitspraak.