γουνόομαι

From LSJ
Revision as of 06:20, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

μακάριοι οὓς ἐξελέξω καὶ προσελάβου → blessed are those that you have chosen and taken

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γουνόομαι Medium diacritics: γουνόομαι Low diacritics: γουνόομαι Capitals: ΓΟΥΝΟΟΜΑΙ
Transliteration A: gounóomai Transliteration B: gounoomai Transliteration C: gounoomai Beta Code: gouno/omai

English (LSJ)

(also -έομαι, Hsch.), contr. -οῦμαι,

   A = γουνάζομαι, only pres. and impf., γουνοῦμαι Il.21.74, Od.6.149, Archil.75, Anacr.1.1, etc.; γουνούμην Od.11.29; γουνοῦσθαι 10.521; γουνούμενος 4.433, etc.

German (Pape)

[Seite 503] = γουνάζομαι, welches vgl.; Hom.γουνοῦμαι Iliad. 21, 74 Odyss. 6, 149. 22, 312. 344, γουνούμενος Iliad. 9, 583. 15, 660 Odyss. 4, 433, γουνούμενοι Iliad. 22, 240, γουνοῦσθαι Odyss. 10, 521, γουνούμην Odyss. 11, 29. – Archil. 36; Anacr. 65, 1.

Greek (Liddell-Scott)

γουνόομαι: συνῃρ. –οῦμαι· ἀποθ.― Ἐπ., ὡς τὸ γουνάζομαι, μόνον ἐν χρήσει κατ᾿ ἐνεστ. καὶ παρατ., γουνοῦμαι Ἰλ. Φ. 74, Ὀδ. Ζ. 149, κτλ.· γουνούμην Λ. 29· γουνοῦσθαι Κ. 521· γουνούμενος Δ. 433, κτλ.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
c. γουνάζομαι.

English (Autenrieth)

(γόνυ)=γουνάζομαι, q. v.; foll. by fut. inf. from the sense of ‘vowing’ implied, Od. 10.521. (See cut, from ancient gem, representing Dolon and Ulysses.)

Spanish (DGE)

• Morfología: sólo tema pres., v. tb. γουνάζομαι
suplicar cogiendo por las rodillas c. ac. de la pers. a quien se implora υἱόν Il.9.583, ἄνδρα ἕκαστον Il.15.660, γουνοῦμαί σ', Ἀχιλεῦ Il.21.74, cf. Od.6.149, 22.312, 344, Anacr.1.1, Luc.ITr.1, AP 7.476.9 (Mel.), EM 239.2G.
c. or. de inf. γουνοῦτο δ' ἀπήμονας εἶναι ἀρωγούς A.R.2.1274
abs. ser suplicante καί μοι σύμμαχος γουνουμένῳ ἵλαος γενεῦ Archil.217.1.

Greek Monotonic

γουνόομαι: συνηρ. -οῦμαι, αποθ. μόνο στον ενεστ. και παρατ. = γουνάζομαι, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

γουνόομαι: Hom., Anacr. = γουνάζομαι.

Middle Liddell

= γουνάζομαι, Hom.] [Dep. only in pres. and imperf.]

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γουνόομαι γουνός alleen praes. en imperf. smeken:; γουνοῦμαί σε, ἄνασσα ik smeek u, prinses Od. 6.149; zie\n γουνάζομαι.