Σχερία
οὖρος ὀφθαλμῶν ἐμῶν αὐτῇ γένοιτ' ἄπωθεν ἑρπούσῃ → let a fair wind be with her as she goes from my sight, let her go as quick as may be
English (LSJ)
Ep. Σχερίη, ἡ, Scheria, the country of the Phaeacians, Od.5.34, al.: identified with the island later called Κέρκυρα by Str.7.3.6.
Greek (Liddell-Scott)
Σχερία: ἡ, ἡ νῆσος τῶν Φαιάκων, Ὀδ.· ὑποτίθεται ὅτι εἶναι ἡ μετὰ ταῦτα κληθεῖσα Κέρκυρα, Corcyra, «Κορφοὶ» (Corfu), ἴδε Στράβ. 44, 299, ἴδε τὸ ἑπόμ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
Schérie, île des Phéaciens, identifiée par les Anciens à Κέρκυρα.
Étymologie: σχερός.
Greek Monolingual
και επικ. τ. Σχερίη, ἡ, Α
η χώρα τών Φαιάκων, η οποία ταυτίζεται με την Κέρκυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σχερός.
Greek Monotonic
Σχερία: ἡ, ομηρικό νησί των Φαιάκων, πιθ. η Κέρκυρα, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
Σχερία: эп. Σχερίη ἡ (впосл. Κέρκυρα) Схерия (остров феаков) Hom., Thuc.
Middle Liddell
Σχερία, ἡ,
Scheria, the island of the Phaeacians, Od.: supposed to be the same as Corcyra, Corfu.