υδρόφιλος
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
1. αυτός που αγαπά το νερό, υδροχαρής
2. βοτ. (για φυτά) αυτός του οποίου η επικονίαση γίνεται με τη βοήθεια του νερού
3. χημ. (για χημ. είδος) αυτός που παρουσιάζει μεγάλη τάση συγκράτησης ή προσρόφησης μορίων νερού
4. το αρσ. ως ουσ. ο υδρόφιλος
άτομο που διακατέχεται από την επιθυμία να πίνει διαρκώς νερό
5. φρ. «υδρόφιλο βαμβάκι»
(φαρμ.) ειδικό βαμβάκι που, ύστερα από κατεργασία, παρουσιάζει μεγάλη απορροφητικότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hydrophilous (< υδρο- + φίλος)].