μέγιστος

From LSJ
Revision as of 11:30, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347

German (Pape)

[Seite 110] superl. zu μέγας, w. m. s.

French (Bailly abrégé)

Sp. de μέγας.

English (Autenrieth)

see μέγας.

English (Strong)

superlative of μέγας; greatest or very great: exceeding great.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑM μέγιστος, -ίστη, -ον, ΑM και μεγαλώτατος και μεγιστότατος)
ο πάρα πολύ μεγάλος ή ο μεγαλύτερος ανάμεσα σε άλλους («ο μέγιστος τών στρατηγών)
νεοελλ.
1. μτφ. άπειρος, απερίγραπτος, αφάνταστος, καταπληκτικός
2. το θηλ. ως ουσ. η μεγίστη
ναυτ. το κατώτατο από τα σταυρωτά πανιά του μεγάλου καταρτιού τών ιστιοφόρων, κν. μαΐστρα
3. το ουδ. ως ουσ. το μέγιστο(ν)
μαθημ. η μεγαλύτερη τιμή την οποία μπορεί να λάβει μία μεταβλητή ποσότητα
4. (το ουδ. πληθ. ενάρθρως ως επίρρ.) τα μέγιστα
πάρα πολύ,
5. φρ. α) «μέγιστο βαρομετρικό»
(μετεωρ.) το κέντρο υψηλής ατμοσφαιρικής πίεσης
β) «μέγιστος κοινός διαιρέτης»
μαθημ. ο μεγαλύτερος από όλους τους κοινούς διαιρέτες δύο ή περισσότερων αριθμών
γ) «μέγιστος κύκλος σφαίρας»
μαθημ. ο κύκλος ο οποίος σχηματίζεται από την τομή σφαίρας από ένα επίπεδο το οποίο διέρχεται από το κέντρο της σφαίρας αυτής
δ) «μέγιστο ύψος»
αστρον. το μεσημβρινό ύψος ενός αστέρα
ε) «μέγιστος νομέας»
ναυτ. ο μεγαλύτερος νομέας πλοίου, αλλ. μάστορης
αρχ.
(το ουδ. ως επίρρ.) μέγιστον, μέγιστα
πάρα πολύ, σε μέγιστο βαθμό, υπερβολικά.
επίρρ...
μεγίστως και μεγιστότατα (Μ)
σε μέγιστο βαθμό, πάρα πολύ, υπερβολικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέγας + κατάλ. υπερθ. -ιστος].

Russian (Dvoretsky)

μέγιστος: superl. к μέγας. - см. тж. μέγιστα, μέγιστον.