λαθραῖος

Revision as of 11:30, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>τα [[" to "τα [[")

German (Pape)

[Seite 6] auch 2 Endgn, heimlich, verstohlen, vor Jemand verborgen, δίκην ἄτης λαθραίου, Aesch. Ag. 1203; τὰ δὲ λαθραῖ' ὃς ἀσκεῖ μὴ πρέποντ' αὐτῷ κακά Soph. Trach. 383, öfter; λαθραῖον ὠδῖνα, Eur. Ion 45; δόλοις λαθραίοις, Ar. Ran. 1143 u. sp. D.; λαθραία κύπρις, Euhul. bei Ath. XIII, 569 a; u. in Prosa, λαθραῖον θάνατον ἐπιβουλεύειν τινί, Meuchelmord, Andoc. 4, 15; λαθραιότερον γένος, Plat. Legg. VI, 781 a. – Häufiger noch im adv., οὐκ ἐξαίφνης ἀλλὰ λαθραίως, Aesch. Prom. 1079; Eur. u. Folgde; ὡς μάλιστα δύνανται λαθραιότατα Antiph. 1, 28. – Auch c. gen., λαθραίως τῆς μητρός, ohne Wissen der Mutter, Alciphr. 3, 27.

Greek (Liddell-Scott)

λαθραῖος: -ον, ὡσαύτως, -α, -ον, Εὔβουλ. ἐν «Ναννίῳ» 1. 8, Λυκόφρ. 1198· - μυστικός, κρύφιος, κεκαλυμμένος, ἀπόκρυφος, ἄτη λ. Αἰσχύ. Ἀγ. 1230· ἐσδέδεγμαι πημονήν... λαθραῖον, ἐπὶ προσώπου, Σοφ. Τρ. 377· λ. ὃς ἀσκεῖ κακά, ἐξασκεῖ κρυφίας, μυστικὰς ἀπάτας, αὐτόθι 384· λ. ὠδίς, ὁ γεννηθεὶς ἐν λαθραίῳ τοκετῷ, Εὐρ. Ἴων. 45· λ. θάνατον ἐπιβουλεύειν τινὶ Ἀνδοκ. 31. 2· λ. Κύπρις Εὔβουλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· συγκρ., λαθραιότερον γένος Πλάτ. Νόμ. 781Α. ΙΙ. Ἐπίρρ. -ως, Αἰσχύλ. Πρ. 1078, Εὐρ. Ἠλ. 26, κτλ.· ὑπερθ., ὡς μάλιστα δύνανται λαθραιότατα Ἀντιφῶν 114. 26. 2) λ. τῆς μητρός, clam matre, Ἀλκίφρων 3. 27.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
qui échappe à l’attention : clandestin, secret, furtif.
Étymologie: λάθρα.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α λαθραῑος, -ον, θηλ. και -α)
αυτός που γίνεται μυστικά, κρυφά, που διαφεύγει την προσοχή τών ἄλλων (α. «λαθραίος έρωτας» β. «ἀλλὰ καὶ λαθραῑον θάνατον ἐπεβούλευσε Καλλία», Ανδοκ.)
νεοελλ.
1. (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) α) το λαθραίο
στριφτό, χειροποίητο τσιγάρο με αδασμολόγητο καπνό
β) τα λαθραία
τα εμπορεύματα που δεν δηλώθηκαν στο τελωνείο και δεν υποβλήθηκαν στον νόμιμο δασμό
2. το θηλ. ως ουσ. βοτ. η λαθραία
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας οροβαγχίδες.
επίρρ...
λαθραίως και λαθραίαλαθραίως)
κρυφά, μυστικά, λάθρα
αρχ.
1. εν αγνοίᾳ κάποιου («λαθραίως τῆς μητρός», Αλκίφρ.)
2. αθέλητα, ακούσια («οὖρα... προϊόντα λαθραίως», Ιπποκρ.)
3. χωρίς προφανή αιτίαλαθραίως τελευτῶσι», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάθρα + -ιος. Ως επιστημον. όρος της βοτανικής είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lathraea < λαθραία, θηλ. του λαθραίος].

Greek Monotonic

λαθραῖος: -ον, μυστικός, κρυφός, απόκρυφος, σε Αισχύλ., Σοφ.· λαθραῖος ὠδίς, αυτός που γεννήθηκε κρυφά, σε Ευρ.· επίρρ., λαθραίως, σε Αισχύλ., κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

λαθραῖος: и
1) спрятанный, укрытый (ὑφ᾽ εἵμασι ξίφη Eur.);
2) тайный, сокрытый (ὠδίς Eur.); втайне подготовляемый (ἄτη Aesch.);
3) скрытный (γένος Plat.).

Middle Liddell

λαθραῖος, ον
secret, covert, clandestine, furtive, Aesch., Soph.; λ. ὡδί one born in secret child-birth, Eur.:— adv. -ως, Aesch., etc.