ῥυτόν

From LSJ
Revision as of 12:25, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>τὰ [[" to "τὰ [[")

τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῡτόν Medium diacritics: ῥυτόν Low diacritics: ρυτόν Capitals: ΡΥΤΟΝ
Transliteration A: rhytón Transliteration B: rhyton Transliteration C: ryton Beta Code: r(uto/n

English (LSJ)

τό,= πήγανον, Cratin.270; cf. ῥυτή.
ῥῠτόν, τό,

   A v. ῥῠτός 11.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῡτόν: τό, = πήγανον, Κρατῖνος ἐν «Ὥραις» 16, ἔνθα ἴδε Meineke· ἴδε ῥῡτή. - Καθ’ Ἡσύχ. «ῥυτά· τὰ στέμφυλα».

French (Bailly abrégé)

οῦ (τό) :
rhyton, vase à boire en forme de corne.
Étymologie: ῥυτός².

Greek Monolingual

τὸ, Α
1. το φυτό απήγανος
2. στον πληθ. τὰ ῥυτά
(κατά τον Ησύχ.) «τὰ στέμφυλα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με ρυτή, αν δεν πρόκειται για παρεφθαρμένο τύπο].

Greek Monotonic

ῥῠτόν: τό (*ῥύω=ἐρύω
I. = ῥυτήρ, χαλινάρι, σε Ησίοδ.
II. (ῥέω), το ποτήρι που κατέληγε σε μια άκρη με μικρή τρύπα, από την οποία έρρεε ο οίνος, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ῥῠτόν: τό ῥυτός II] рог (рогообразный сосуд для вина) Dem., Plut.

Middle Liddell

ῥῠτόν, οῦ, [*ῥύω, ἐρύω = ῥυτήρ
I. a rein, Hes.
II. (ῥέὠ a drinking-cup, running to a point with a small hole, through which the wine ran, Dem.