τριάντα
Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer
English (LSJ)
A = τριάκοντα, IG4.649 (Argos, late), 12(7).295 (Amorgos, late).
Greek (Liddell-Scott)
τριάντα: Ἐπιγρ. Ἄργους, τῶν πρώτων μ. Χρ. αἰώνων, L. et. F. 137. Εἶναι τὸ παλαιότατον παράδειγμα τοῦ παρ’ ἡμῖν συνήθους τριάντα. Περὶ τοῦ σαράντα, πεντῆντα, ἢ πενῆντα, κλπ. ἴδε Κοραῆ Ἀτάκτων τ. Α΄, σ. 284-5. 297, τ. Β΄, σ. 292. 324, ἔνθα μνημονεύονται καὶ τὰ παλαιὰ τάρων βολῶν ἀντὶ τεττάρων ὀβολῶν. - Ὅμοιαι δὲ συγκοπαὶ καὶ ἀποκοπαὶ εἶναι καὶ ἐν τοῖς ταρτήμορον, τέτραχμον, καλαμίνθη, καρδάμωμον, λειπυρία, ἀμφορεύς, ἡμέδιμνον, κτλ. περὶ ὧν ἴδε G. Meyer griech. Gram. § 302, Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.
Greek Monolingual
οι, τα / τριάντα, οἱ, αἱ, τὰ, ΝΜΑ
(απόλ. αριθμτ.) αυτοί που αποτελούνται από τρεις δεκάδες
νεοελλ.
1. με το αρθρ. του ουδ. εν. ως ουσ.) το τριάντα
α) ο αριθμός που αποτελείται από τρεις δεκάδες και η συμβολική παράσταση του
β) καθετί που έχει τον αριθμό τριάντα ως διακριτικό («το δωμάτιο 30»)
2. (με αρθρ. ουδ. πληθ.) τα τριάντα
η ηλικία τών τριάντα ετών
3. φρ. «τριάντα τύραννοι» — βλ. τριάκοντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συντμ. τ. του τριά-κο-ντα (πρβλ. πεντήκοντα: πενήντα, εξήκοντα: εξήντα)].