ανάγλυφος
From LSJ
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνάγλυφος, -ον), 1. γλυπτή παράσταση που εξέχει από την επιφάνεια επάνω στην οποία είναι σκαλισμένη
2. λέγεται και για γράμματα που προεξέχουν σε ξύλινη, λίθινη ή μεταλλική πλάκα
3. το ουδ. ως ουσ. το ανάγλυφο
νεοελλ.
1. λέγεται επίσης για μη γλυπτές αλλά προεξέχουσες απεικονίσεις (ανάγλυφος χάρτης)
2. αυτός που απεικονίζεται, που περιγράφεται ζωηρά, ακριβής, παραστατικός, ζωντανός
«ανάγλυφη εικόνα της καταστροφής».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναγλύφω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναγλυφικός.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αναγλυφόλιθος].