βοηθώ
From LSJ
ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek
Greek Monolingual
(-άω) (AM βοηθῶ, -έω, Α και βωθέω, ιων. τ.)
1. παρέχω υλική ή ηθική βοήθεια
2. προστρέχω να σώσω κάποιον, σώζω
3. ανακουφίζω ασθενή, βελτιώνω την κατάσταση του
μσν.- νεοελλ.
διευκολύνω, ωφελώ
νεοελλ.
1. ευνοώ
2. υποστηρίζω
αρχ.
φρ.
1. «βοηθῶ ἐπί τινα» — σπεύδω εναντίον κάποιου
2. «βοηθῶ πρός τι»
α) εφαρμόζω κάτι
β) αποκρούω κάτι
3. απρόσ. «βοηθεῑ πρός τι» — είναι ωφέλιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. βοηθόος > βοηθοέω > βοηθέω με υφαίρεση].