αιμασιά

From LSJ
Revision as of 15:15, 15 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ">" to ">")

βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels

Source

Greek Monolingual

η (Α αἱμασιά)
1. τοίχος, φράχτης από πέτρες και χώμα, ξερολιθιά
2. γεν. τείχισμα, περίβολος, φράχτης, μάντρα
αρχ.
1. τα τείχη πόλης ή κάστρου
2. το εσωτερικό περιμαντρωμένου χώρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. να συνδέεται με το λατ. saepes(και sepes «φράγμα, φραγμός, περίβολος», οπότε θα ανάγεται σε αρχ. ρίζα saip-mo- «ξύλινο περίφραγμα, φράχτης» (ήτοι saep-m- > saem-m, με αφομοίωση > saem- με απλοποίηση
πρβλ. αἱπ-μὸς > αἱμὸς «δρυμός», Ησύχ.). Κατ’ άλλους, η λέξη ανάγεται σε αρχ. τύπο saimen-, που μαρτυρείται στο σανσκρ. sima «σειρά, χώρισμα», σαξον. simo «δεσμός, σκοινί, χορδή», πιθ. και στα ελλην. -μον-ιά «σκοινί πηγαδιού», -μαν-τ(ς) (> ἱμάς «ιμάντας, λουρί»)
σε τέτοια περίπτωση, το αἱμασιά θα ερμηνευθεί από αρχ. τύπο sai-mn > (αἱμα, τ. ουδετ. ονόμ. που θα δώσει ως παράγωγο αἱματ-ιὰ > αἱμασιά. Ως προς τη σημ. της λ., πρόκειται προφανώς για λ. του αγροτικού βίου, που ξεκινάει με τη γενική σημ. του «φράχτη», φτιαγμένου από (ξερές) πέτρες («ξερολιθιά») και που συχνά περιγράφεται από τους σχολιαστές ως «φράχτης από αγκάθια», γεγονός που οδήγησε και στην παρετυμολογική σύνδεσή του με το ρ. αἱμάσσω. Τέλος, από τη σημ. «του περιβάλλοντος τοίχου, της μάντρας», εξελίχθηκε, όπως μαρτυρούν τα επιγραφικά κείμενα, στη σημ. του «περιβαλλόμενου με τοίχο χώρου, του εσωτερικού ενός περιμαντρωμένου χώρου».
ΠΑΡ. αρχ. αἱμασιώδης.
ΣΥΝΘ. αἱμασιολογῶ].