κουμπί
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
Greek Monolingual
και κομπί, το (ΑM κομβίον)
νεοελλ.
1. μικρό κομμάτι από μέταλλο, κόκαλο, πλαστικό ή άλλη ύλη, κυκλικό συνήθως, αλλά και με διάφορα άλλα σχήματα, που στερεώνεται σε ρούχα ή παπούτσια και μπαίνει σε ανάλογη με το μέγεθός του σχισμή ή θηλειά για να κλείνει κάποιο άνοιγμα ή για διακόσμηση
2. καθετί που μοιάζει με τέτοιο αντικείμενο
3. τεχνολ. μικρό εξάρτημα στρογγυλού συνήθως σχήματος, με την πίεση του οποίου επιτυγχάνεται η έναρξη ή η διακοπή ενός ηλεκτρικού, ηλεκτρονικού ή μηχανικού χειρισμού
4. φρ. α) «βρήκα το κουμπί» — βρήκα τον κατάλληλο τρόπο για να πετύχω κάτι
β) «του βρήκα το κουμπί» — βρήκα το αδύνατο σημείο του
γ) «αυτά είναι τα κουμπιά της Αλέξαινας» — σε περιπτώσεις που εμφανίζονται δυσχέρειες
μσν.
στον πληθ. τά κομβία
τα κρόσσια
μσν.-αρχ.
πόρπη, αγκράφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κουμπί < κομβίον (υποκορ. του κόμβος), με κώφωση (-ο- > -ου-) και κλειστοποίηση (-μβ- > -μπ-)].