μάννος
From LSJ
τὸ ἀνάλημμα καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ κερκίδα → the retaining wall and the wedge of theatre seats supported by it
English (LSJ)
also μόννος, ὁ,
A necklace, Dor. word, Poll.5.99; μάννος, glossed μανιάκιον, Sch.Theoc.11.41.
German (Pape)
[Seite 93] ὁ, Schol. Theocr. 11, 40, auch μάνος u. μόννος, vgl. monile, μανιάκης u. μαννάκιον, Halsband, dor. nach Poll. 5, 99.
Greek (Liddell-Scott)
μάννος: ἢ μάνος, ὁ, Λατ. monile, περιδέραιον, Δωρ. λέξ., Πολυδ. Ε΄, 99· Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 11. 41.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
collier.
Étymologie: DELG -.
Syn. δεράγκη, δέραιον, ἕρμα, ἴσθμιον, μαλάκιον, μηνίσκος, ὅρμος, περιδέραιον, περιτραχήλιον, πλόκιον, στρεπτά, σφιγγίον.
Greek Monolingual
μάννος και μόννος, ὁ (Α)
(δωρ. τ.) περιδέραιο, περιτραχήλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για συντετμημένο τ. της λ. μανιάκης].
Greek Monotonic
μάννος: ὁ, Λατ. monile, κολλάρο.