κίβδος

From LSJ
Revision as of 10:25, 20 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "mdlsjtxt=!" to "mdlsjtxt=")

τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίον ὁ ἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him

Source

German (Pape)

[Seite 1436] ἡ, bei Poll. 7, 99 = κιβδηλίς, Schlacke.

French (Bailly abrégé)

scorie, déchet de métal.
Étymologie: DELG expr. techn. relative aux mines, étym. obscure.

Greek Monolingual

κίβδος, ὁ, πιθ. και κίβδη, ἡ (Α)
σκουριά ή κράμα μετάλλων με τα οποία νοθευόταν ο χρυσός («τὴν δὲ σκωρίαν καὶ κίβδον ἐκάλεσαν», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Έγινε προσπάθεια συνδέσεως του με τη γλώσσα του Ησυχίου κίβον
ἐνεόν, δηλ. «κουφό». Υπάρχουν σημασιολογικά παράλληλα σε πολλές ΙΕ γλώσσες. Στη Γαλλική pierre sourde «κουφή πέτρα» σημαίνει στη χρυσοχοΐα «πέτρα χωρίς ανταύγειες». Στη Γερμανική το επίθ. taub «κουφός» και στη Σλοβενική το αντίστοιχο gluh χρησιμοποιούνται για να χαρακτηρίσουν το ορυκτό που δεν περιέχει μέταλλο. Η κατάλ. -δος, εξάλλου, θυμίζει τα μόλυβδος, λύγδος «λευκό μάρμαρο». Εντούτοις, δεν αποκλείεται και η σημιτική προέλευση της λ.
ΠΑΡ. κίβδηλος
αρχ.
κίβδης, κίβδων].

Greek Monotonic

κίβδος: ὁ, νόθευση, σκωρία.

Middle Liddell

κίβδος, ὁ,
dross, alloy.