μαστροπός

From LSJ
Revision as of 12:45, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριον → thought-shop of wise souls

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαστροπός Medium diacritics: μαστροπός Low diacritics: μαστροπός Capitals: ΜΑΣΤΡΟΠΟΣ
Transliteration A: mastropós Transliteration B: mastropos Transliteration C: mastropos Beta Code: mastropo/s

English (LSJ)

ὁ and ἡ,

   A pimp or procuress, Ar.Th.558, Diph.43.22 (both fem.), Luc.Symp.32 (masc.): metaph., X.Smp.4.57 (masc.), Luc.Am.16 (fem.).    II as Adj., μάστροπα ἔργα τελοῦντες, = μαστροπικοί, Man.4.306.

Greek (Liddell-Scott)

μαστροπός: ὁ, καὶ ἡ, (ἴδε ἐν λ. *μάω) προαγωγεύς, προαγωγός, ὁ γυναῖκας ἢ ἄνδρας προκαλῶν καὶ μαυλίζων, «μαυλιστής, πορνοβοσκὸς» (Σουΐδ.), Λατιν. leno, lena, = προαγωγός, Ἀριστοφ. Θεσμ. 558, Δίφιλ. ἐν «Ζωγράφῳ» 2. 22· καὶ μεταφορ. ἐν Ξεν. Συμπ. 4, 57 ἑξ. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., μαστροπὰ ἔργα τελοῦντες = μαστροπικοί, Μανέθων 4, 306. ― Ὁ τύπος μαστρωπὸς εἶναι ἡμαρτημένος, Piers. Verisim. σ. 101· ὁ Ἡσύχ. γράφει μαστροφός. ― Ὅρα τοὺς παραλλήλους θηλ. τύπους μαστροπίς, μάστρυς, ματρύλλη, ματρύλη.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ, ἡ)
qui excite à la débauche, débauché.
Étymologie: DELG μαίομαι + .

Greek Monolingual

ο και η (Α μαστροπός)
αυτός που προμηθεύει σε άλλους γυναίκες για ανήθικους σκοπούς, που σπρώχνει γυναίκες στην πορνεία, προαγωγός, ρουφιάνος, εκμαυλιστής («ἀλλ' οὐ μαστροπὸς ἐγὼ τῆς ἐμαυτοῦ γυναικός», Λουκιαν.)
αρχ.
1. μτφ. αυτός που γοητεύει, που παρασύρει κάποιον («εὑρέθη δὲ τόλμα τῆς ἐπιθυμίας μαστροπός», Λουκιαν.)
2. ως επίθ. μαστροπός, -όν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε προαγωγό («μαστροπὰ ἔργα», Μαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για σύνθετη λ. της οποίας α' συνθετικό είναι η λ. μαστρός «οικονομικός υπάλληλος», ενώ το β' συνθετικό δεν είναι εξακριβωμένο. Κατά μία άποψη, πολύ λίγο πιθανή, πρόκειται για το ρ. ἕπω, ενώ θα πρέπει να αποκλειστεί το θ. του ὄψομαι, του οποίου τα σύνθετα σχηματίζονται σε -ωπός. Η άποψη, τέλος, ότι πρόκειται για ένα επίθημα της καθομιλουμένης -πος είναι επίσης ελάχιστα πιθανή].

Greek Monotonic

μαστροπός: ὁ και ἡ (μαστήρ), μαστροπός, αυτός που ωθεί στην πορνεία για να αποκομίσει οφέλη, Λατ. leno, lena, σε Αριστοφ.· μεταφ., σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

μαστροπός: ὁ и ἡ сводник, совратитель Arph., Xen.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m. f.
Meaning: procuress
Other forms: also μαστροφός H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: The usual connection with μαίομαι is clearly incorrect, as the variation points to a Pre-Greek word; Fur. 160 compares μάτρυλλος, pimp, ματρυλεῖον brothel, μαστρυλλεῖον and μάστρυς pimp; note the variation σ\/ zero.

Middle Liddell

μαστροπός, μαστήρ
a pandar, Lat. leno, lena, Ar.; metaph., Xen.