προσέλευση
From LSJ
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
Greek Monolingual
η / προσέλευσις, -εύσεως, ΝΜΑ
1. έλευση, άφιξη
2. ερχομός, προσέγγιση (α. «η προσέλευση τών επισήμων στη δοξολογία καθυστέρησε λόγω της καταιγίδας» β. «η προσέλευση τών σκαφών συνεχίστηκε ολόκληρη τη νύχτα» γ. «τὸν καιρὸν τῆς προσελεύσεως... τῶν... παθῶν» Ιωάνν. Χρυσ.)
νεοελλ.
η μετά από πρόσκληση εμφάνιση, παρουσίαση («η προσέλευση τών εφέδρων ολοκληρώθηκε»)
αρχ.
1. επίθεση, εισβολή
2. πρόσβαση σε αυτοκράτορα ως ικέτης
3. παράκληση, ικεσία
4. είσοδος («ἡ προσέλευσις τοῦ περιβόλου», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἔλευσις «ερχομός» (πρβλ. προ-έλευσις)].