μιξολύδιος
ἄλλος Ἡρακλῆς, ἄλλος αὐτός → close friendship, close friend, another Hercules—another self, another Heracles—another self
English (LSJ)
[ῡ], ον,
A half-Lydian, of the Mysian dialect, μιξολύδιον… πως καὶ μιξοφρύγιον Xanth.8. II in Music, mixolydian, τόνος Aristox.Harm.2p.37M., Bacch.Harm.46; ἁρμονία Plu.2.1136c; εἶδος τοῦ διὰ πασῶν Cleonid. 9.
German (Pape)
[Seite 189] halb lydisch, eine Tonart; Strab. XII, 572; Music.
Greek (Liddell-Scott)
μιξολύδιος: [ῡ], -ον, ἐπὶ τῆς διαλέκτου τῶν Μυσῶν, μεμιγμένη μετὰ λυδικῶν λέξεων, μαρτυρεῖν δὲ καὶ τὴν διάλεκτον· μιξολύδιον γάρ πως εἶναι καὶ μιξοφρύγιον Στράβ. 572, πρβλ. Ξανθ. Ἀποσπ. 8· ἐξυπ. ἁρμονία, καὶ ἡ μιξολύδιος παθητική τίς ἐστι τραγῳδίαις ἁρμόζουσα Πλούτ. 2, 936C: - μιξολῡδιστί, ἐπίρρ. κατὰ τὴν μικτὴν Λυδίαν ἁρμονίαν, Πλάτ. Πολ. 398Ε, Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 5, 22· ἴδε Chapell Ἱστ. τῆς Μουσικῆς, σ. 112.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à moitié lydien.
Étymologie: μίγνυμι, Λυδία.
Greek Monolingual
-α, -ο, θηλ. και -ος (Α μιξολύδιος, -ον)
φρ. «μιξολύδιος τόνος» ή «μιξολύδιος τρόπος» ή «μιξολύδιος αρμονία» — ένας από τους οκτάχορδους τρόπους του διατονικού γένους, η δημιουργία του οποίου αποδίδεται στη Σαπφώ ή στον Πυθαγόρα
αρχ.
αναμεμιγμένος με λυδικά στοιχεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο)- του μίγνυμι / μείγνυμι + λύδιος (< Λυδία)].
Greek Monotonic
μιξολύδιος: [ῡ], -ον, κατά το ήμισυ Λυδικός (ως προς τη διάλεκτο ή τη μουσική κλίμακα), σε Στράβ.· μιξο-λυδιστί, επίρρ., με το ανάμεικτο Λυδικό μέτρο, σε Πλάτ.
Middle Liddell
μιξο-λύ¯διος, ον
half-Lydian, Strab.