ὄμβριος

From LSJ
Revision as of 21:05, 20 August 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">Aër</b>" to "Aër")

Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 68
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄμβριος Medium diacritics: ὄμβριος Low diacritics: όμβριος Capitals: ΟΜΒΡΙΟΣ
Transliteration A: ómbrios Transliteration B: ombrios Transliteration C: omvrios Beta Code: o)/mbrios

English (LSJ)

ον,

   A rainy, of rain, ὄ. ὕδωρ rain-water, Xenoph.30.4, SIG56.29 (Argos, V B.C.), Hdt.2.25, Hp.Aër.7, etc. ; ὕδατα Pi.O.10(11).3 ; χάλαζα S.OC1502 ; νέφος Ar. Nu.288 ; Ζεὺς ὄ., as sender of rain, Lyc.160, cf. Str.15.1.69, Plu.2.158e.

German (Pape)

[Seite 329] vom Regen, zum Regen gehörig; ὕδατα, Pind. Ol. 10, 3; ὀμβρία χάλαζα, Soph. O. C. 1498; νέφος ὄμβριον, Ar. Nubb. 288; ὕδωρ, Her. 2, 25; Sp., wie Plut. qu. nat. 2.

Greek (Liddell-Scott)

ὄμβριος: -ον, βροχερός, βρόχινος, ἐκ βροχῆς, Λατ. pluvialis, ὕδωρ ὄμβρ., ὕδωρ τῆς βροχῆς, «βροχόνερον», Ἡρόδ. 2. 25, Ἱππ. π. Ἀέρ. 283, κτλ.· ὕδατα Πινδ. Ο. 11 (10). 3· χάλαζα Σοφ. Ο. Κ. 1502· νέφος Ἀριστοφ. Νεφ. 288· - Ζεὺς ὄμβρ., ὡς πέμπων βροχήν, Λυκόφρ. 160· ὁ ὄμβρ. Ζεὺς Στράβ. 718, Πλούτ. 2. 158D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui provient de pluie;
2 qui produit la pluie, pluvieux.
Étymologie: ὄμβρος.

English (Slater)

ὄμβριος
   1 rainy οὐρανίων ὑδάτων ὀμβρίων παίδων νεφέλας (O. 11.3)

Spanish

agua de lluvia

Greek Monotonic

ὄμβριος: -ον (ὄμβρος), βροχερός, βρόχινος, προερχόμενος από τη βροχή, ὕδωρὄμβριον, το νερό της βροχής, σε Ηρόδ.· ὀμβρία χάλαζα, σε Σοφ.· νέφος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ὄμβριος:
1) дождевой (ὕδωρ Her., Plut.; νέφος Arph.);
2) смешанный с дождем (χάλαζα Soph.);
3) ниспосылающий дождь (Ζεύς Plut.).

Middle Liddell

ὄμβριος, ον, ὄμβρος
rainy, of rain, ὕδωρ ὄμβριον rain water, Hdt.; ὀμβρία χάλαζα Soph.; νέφος Ar.