ἐπιπλοκήλη

From LSJ
Revision as of 07:12, 22 September 2019 by Spiros (talk | contribs)

τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτεροςthough they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιπλοκήλη Medium diacritics: ἐπιπλοκήλη Low diacritics: επιπλοκήλη Capitals: ΕΠΙΠΛΟΚΗΛΗ
Transliteration A: epiplokḗlē Transliteration B: epiplokēlē Transliteration C: epiplokili Beta Code: e)piplokh/lh

English (LSJ)

ἡ,

   A hernia of the omentum, Gal.7.36:—hence ἐπιπλοκηλικός, ὁ, one who suffers from it, Id.14.789.

German (Pape)

[Seite 970] ἡ, Netzbruch, Gal.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπλοκήλη: ἡ, (ἐπίπλοον, κήλη) «ἐπιπλοκήλη ἐστὶν ὀλίσθησις ἐπίπλου κατὰ τὸ μέρος τοῦ ὀσχέου», κοινῶς «σπάσιμον», Γαλην. 19. 448. 10· ἐντεῦθεν ἐπιπλοκηλικός, ὁ, ὁ ἔχων τοιοῦτον πάθημα, ὁ αὐτ. ἐν τ. 2. σ. 396Ε.

Greek Monolingual

η (Α ἐπιπλοκήλη)
ιατρ. μορφή κήλης που χαρακτηρίζεται από την πτώση του επίπλου μέσα στον κηλικό σάκο.