τέλλομαι
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
Greek Monolingual
Α
αρχίζω να υπάρχω, εμφανίζομαι (α. «τελλομένου ἔτεος», Απολλ. Ρόδ.
β. «τόθι γὰρ γένος Εὐφάμου φυτευθὲν λοιπὸν αἰει τέλλετο»,Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. που μαρτυρείται στην μτχ. τελλομένου ἔτεος και στο σύνθ. περιτελλομένων ἐνιαυτῶν (βλ. λ. περιτέλλομαι), έχει σχηματιστεί από τη ρίζα kwel- «γυρίζω, περιφέρομαι», με ενεστωτικό επίθημα -jω και συνδέεται με το συνώνυμο του πέλω, -ομαι (για τη σημ. του ρ. βλ. λ. πέλω)].
Frisk Etymology German
τέλλομαι: 1.
{téllomai}
Grammar: v.
Meaning: m. περι- sich im Kreise drehen in absoluten Partizipialkonstruktionen, περιτελλομένων ἐνιαυτῶν im Kreislauf der Jahre, -ένου ἔτεος, -έναις ὥραις (ep. poet.); in finiten Formen von Gestirnen mit Anlehnung an 2. τέλλω, -ομαι in ἀνατέλλω u.a. (Alk., Arat.), auch Akt. περιτέλλῃ (von der Sonne, Arat.). — Danach als Simplex in τελλομένου ἔτεος (A. R.). Auch finite Formen im Sinn von wandeln, entstehen, werden, so ἐς χάριν τέλλεται (Pi.); dabei fiießt das Wort mit (ἀνα-) τέλλω, -ομαι aufsprießen zusammen: γένος ... φυτευθὲν ... τέλλετο (Pi.); s. 2. τέλλω.
Etymology : Aus dem entsprechenden Ausdruck περιπλομένων ἐνιαυτῶν (Hom., Hes.) mit Aor. Ptz. ergibt sich, daß τέλλομαι als ein ion. Jotpräsens neben dem äol. Wz.präsens in πέλομαι (s. d.) zu erklären ist, idg. qʷel-i̯-. Weiteres s. τέλομαι. Vgl. 3. τέλλω.
Page 2,869