φληναφάω

Revision as of 16:05, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

   A chatter, babble, Ar.Eq.664, Nu.1475; τί ταῦτα ληρεῖς, φληναφῶν ἄνω κάτω; Alex.25.1, cf. Oenom. ap. Eus.PE5.24, Procl. in Ti.1.90D.:—Pass., Phld.Rh.1.246 S., Ir.p.69 W.

German (Pape)

[Seite 1291] schwatzen; Ar. Equ. 664 Nub. 1458; φληναφῶν ἄνω κάτω Alexis bei Ath. VIII, 338 e; – Döderlein leitet es von φλῆνος u. ἅπτεσθαι ab.

Greek (Liddell-Scott)

φληνᾰφάω: (ἴδε φλέω) φλυαρῶ, μωρολογῶ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 644, Νεφ. 1475· τί ταῦτα ληρεῖς, φληναφῶν ἄνω κάτω; Ἄλεξις ἐν «Ἀσωτοδιδασκάλῳ» 1. 1, καὶ σύνηθες παρὰ τοῖς μεταγεν., ὡς παρ’ Οἰνομάῳ ἐν Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 217C· καὶ ὁ τύπος φληναφέω ἀπαντᾷ ὡσαύτως παρὰ μεταγεν. συγγραφ.· καὶ τύπος τις φληδάω μνημονεύεται παρ’ Ἡσύχ.: «φληδῶντα· ληροῦντα».

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
bavarder à tort et à travers, radoter.
Étymologie: φλήναφος.

Greek Monotonic

φληνᾰφάω: φλυαρώ, ψελλίζω, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

φληνᾰφάω: болтать пустяки, молоть вздор Arph.

Middle Liddell

φληνᾰφάω,
to chatter, babble, Ar. [from φλήνᾰφος]

Frisk Etymology German

φληναφάω: (Ar., Alex. u.a.),
{phlēnapháō}
Forms: auch -αφάομαι (Phld.), -αφῆσαι (Jo. Dam.)
Meaning: schwatzen mit φληναφήματα n. pl. Geschwätz (E.Ep.).
Derivative: Daneben (Rückbildung?) φλήναφος m. Geschwätz (Men., Phld., Luk. u.a.), auch Schwätzer (Men., Poll.) mit -ώδης geschwätzig (Hp. ap. Gal.), -ίαf. Geschwätz (Phld., Suid.).
Etymology : Expressiv-lautmalende Erweiterung der kürzeren Bildungen φληνύω schwatzen (Hp. ap. Gal.), φλανύσσει· φλυαρεῖ, ληρεῖ H., ἐκφλῆναι hervorsprudeln (E.Fr. 470); vgl. noch φληδῶντα· ληροῦντα H., φλῆφος (leg. φλῆνος od. φλήναφος?)· φλύαρος H., φλεδών; auch φλύω mit φλυαρέω. Der Ausgang wie in dem geläufigen ψηλαφάω; oder mit einer dissimilierten Reduplikation für *φληναφλάω? — Zu den Nomina auf -φος Chantraine Form. 263 f.
Page 2,1027