ὑπερῴα

From LSJ
Revision as of 16:10, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (2b)

νὴ Δί᾿, ὦ φίλη γύναι, λεγε → yes, dear lady, speak | yes, dear lady, do speak up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερῴα Medium diacritics: ὑπερῴα Low diacritics: υπερώα Capitals: ΥΠΕΡΩΑ
Transliteration A: hyperṓia Transliteration B: hyperōa Transliteration C: yperoa Beta Code: u(perw/|a

English (LSJ)

Ion. ὑπερῴ-η, ἡ,

   A palate, Il.22.495, Hp.Mochl.39, Plu.Cat.Ma.9, Gal.6.828, 17(2).439, UP11.11, Aristid.Or.47(23).69, al.; ὑπερῷα (v.l. -ώα) Arist.HA492b26:—elsewh. οὐρανός, οὐρανίσκος (καὶ οὐρανίσκου καὶ ὑπερῴας Gal.18(2).286, where one cod. omits καὶ οὐρανίσκου). (Cf. ὑπερῷος.)

German (Pape)

[Seite 1204] ἡ, ion. ὑπερῴη, der Gaumen; Il. 22, 495; Plut. Cat. mai. 9; eigtl. fem. von ὑπερῷος, sc. ὑπήνη.

French (Bailly abrégé)

v. ὑπερῷος.

Greek Monolingual

η / ὑπερῴα, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑπερῴη Α
ανατ. η οροφή του στόματος που διαχωρίζει τη στοματική από τη ρινική κοιλότητα, ο ουρανίσκος
νεοελλ.
φρ. α) «σκληρά υπερώα»
ανατ. το πρόσθιο τμήμα της υπερώας, το οποίο σχηματίζεται από τις υπερώιες αποφύσεις της άνω γνάθου και από τα οριζόντια πέταλα τών υπερώιων οστών και καλύπτεται από παχύ βλεννογόνο
β) «μαλακή υπερώα»
ανατ. ινομυώδες πέταλο που συγκροτεί το οπίσθιο τμήμα της υπερώας και καταλήγει σε ένα οπίσθιο ελεύθερο χείλος από το κέντρο του οποίου κρέμεται η σταφυλή ή κιονίδα, αλλ. υπερώιο ιστίο
μσν.
το ὑπερῷον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. ὑπερῴα, ὑπερῷον, ὑπερῷος πρέπει να αναχθούν στην πρόθεση ὑπέρ και έχουν προέλθει, πιθ. μέσω ενός τ. ὑπέρ-ω σχηματισμένου κατά τα επιρρ. σε -ω, πρβλ. ἄν-ω, κάτ-ω (πρβλ. και τον τ. του υπερθ. ὑπερώτατος)].

Russian (Dvoretsky)

ὑπερῴα: ион. ὑπερῴη ἡ физиол. небо Hom., Arst., Plut.

Frisk Etymology German

ὑπερῴα: {huperōía}
Forms: ion. f. -ῴη
Meaning: Gaumen (Χ 495, Hp., Arist., Plu. u.a.).
Derivative: Daneben ὑπερώϊον, -ῳ̃ον n. Oberstock, Obergemach, Dachstube, Bodenkammer (Hom., Ar., Inschr., Pap., LXX, Act. Ap. u.a.; zur Bed. Wace JHSt. 71, 203f.). Adj. ὑπερώϊος, -ῳ̃ος ‘zum ὑπερῳ̃ον gehörig, oben befindlich, oben wohnend’ (LXX, hell. u. sp. Inschr., D. H., Plu. u.a.).
Etymology : Von ὑπέρ; Bildung nicht aufgeklärt. Am einfachsten wäre, mit WP. 1, 192 (Schwyzer-Debrunner 518) von einem Adv. *ὑπέρω (vgl. ὑπερώτατος Pi.) wie ἄνω, κάτω (vgl. auch πρώϊος mit Reichelt KZ 43, 107) auszugehen. Frühere unbefriedigende Erklärungsversuche bei Bq; dazu noch Grošelj Živa Ant. 4, 176 (nach Schweizer-Siedler KZ 12, 309).
Page 2,969