κενοφωνία
English (LSJ)
ἡ,
A vain talking, Dsc.Praef. 2: in pl., 1 Ep.Ti.6.20, 2 Ep.Ti.2.16, Porph.Chr.58; ἄγραφοι κ. Just. Nov.146.1.2.
German (Pape)
[Seite 1417] ἡ, leere, vergebliche Rede, Sp., wie Diosc. prooem. lib. 1; VLL. erklären ματαιοφωνία.
Greek (Liddell-Scott)
κενοφωνία: ἡ, κενὴ φωνή, τὸ μάταια, ἀνόητα λέγειν, Α΄ Ἐπ. πρ. Τιμ. ς΄, 20, Β΄ β΄, 16.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
parole vide de sens, vain bavardage.
Étymologie: κενός, φρήν.
English (Strong)
from a presumed compound of κενός and φωνή; empty sounding, i.e. fruitless discussion: vain.
Greek Monolingual
κενοφωνία, ἡ (ΑΜ) κενοφωνῶ
το να λέγει κανείς κενά λόγια, ματαιολογία, μωρολογία.
Greek Monotonic
κενοφωνία: ἡ (φωνέω), μάταιη συζήτηση, φλυαρία, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
κενοφωνία: ἡ pl. пустословие NT.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κενοφωνία -ας, ἡ [κενός, φωνή] geklets, ijdel gepraat.
Middle Liddell
κενο-φωνία, ἡ, φωνέω
vain talking, babbling, NTest.
Chinese
原文音譯:kenofwn⋯a 咳挪-賀你阿詞類次數:名詞(2)
原文字根:空的-聲音
字義溯源:空的響聲,虛談,虛妄談論,胡說,喋喋不休;由(κενός)*=虛空的)與(φωνή)*=聲音)組成。參讀 (κενός)同源字
出現次數:總共(2);提前(1);提後(1)
譯字彙編:
1) 虛談(1) 提後2:16;
2) 虛妄談論(1) 提前6:20