μόρφωσις

From LSJ
Revision as of 14:05, 3 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (cc2)

ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μόρφωσις Medium diacritics: μόρφωσις Low diacritics: μόρφωσις Capitals: ΜΟΡΦΩΣΙΣ
Transliteration A: mórphōsis Transliteration B: morphōsis Transliteration C: morfosis Beta Code: mo/rfwsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A shaping, bringing into shape, σχηματισμὸς καὶ μ. τῶν δένδρων Thphr.CP3.7.4, cf. Gal.4.640, Ptol.Tetr.27, Heph. Astr.1.3.    II form, semblance, Ep.Rom.2.20, 2 Ep.Ti.3.5.

German (Pape)

[Seite 209] ἡ, das Gestalten, Abbilden, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μόρφωσις: ἡ, ἡ μορφὴ ἣν λαμβάνει τι, σχηματισμός, τῶν δένδρων Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 7, 4. ΙΙ. τὸ ἐξωτερικόν, τὸ φαινόμενον, ἔχοντα τὴν μόρφωσιν τῆς γνώσεως καὶ τῆς ἀληθείας ἐν τῷ νόμῳ, τὸν τύπον τῆς γνώσεως..., Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. β΄, 20, Β΄ πρ Τιμ. γ΄, 5.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action de donner une forme;
2 forme, figure, extérieur.
Étymologie: μορφόω.

English (Strong)

from μορφόω; formation, i.e. (by implication), appearance (semblance or (concretely) formula): form.

English (Thayer)

μορφωσεως, ἡ (μορφόω);
1. a forming, shaping: τῶν δένδρων, Theophrastus,
c. pl. 3,7, 4.
2. form; i. e.
a. the mere form, semblance: εὐσεβείας, the form befitting the thing or truly expressing the fact, the very form: τῆς γνώσεως καί τῆς ἀληθείας, Romans 2:20.

Greek Monotonic

μόρφωσις: ἡ, μορφή, όψη, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

μόρφωσις: εως ἡ
1) образ, образец (τῆς γνώσεως NT);
2) вид, видимость (εὐσεβείας NT).

Middle Liddell

μόρφωσις, ιος, ἡ,
form, semblance, NTest.

Chinese

原文音譯:mÒrfwsij 摩而賀西士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:形狀(著)
字義溯源:形成,外貌,外觀,模範,化身;源自(μορφόω)=成形);而 (μορφόω)出自(μορφή)*=形像)。參讀 (εἶδος)同義字參讀 (μορφή)同源字
出現次數:總共(2);羅(1);提後(1)
譯字彙編
1) 外貌(1) 提後3:5;
2) 模範(1) 羅2:20