менять
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
Russian > Greek
διαλλάσσω, διαλλάττω, μεθίστημι, μετίστημι, μεταλλάσσω, μεταλλάττω, ἀνταλλάσσω, ἀνταλάττω, ἀλλοιόω, διαμείβω, ἐξαμείβω, ἀλλάσσω, ἀλλάττω, τρέπω, ἀντιμεταλαμβάνω, καταλλάσσω, καταλλάττω, ἀντικαταλλάσσομαι, ἀντικαταλλάττομαι, μετακινέω, μεταμπέχομαι, μεταμπίσχομαι, μετεκδύομαι, μεταλαμβάνω, παρατρέπω, μετατίθημι