гибкий
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
Russian > Greek
λαγαρός, ῥοδανός, λιγυρός, ὑγρός, γναμπτός, εὐκαμπής, πολύστροφος, εὔκαμπτος, εὐαφής, ἐπιστρεφής, ἑανός, σφηλός, εὐπειθής, εὐπιθής, ὑδάτινος, καμπτός, ῥαδινός, βραδινός, εὔστρεπτος, ἐΰστρεπτος