отличаться
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
Russian > Greek
ὑπερέχω, ἀποκρίνω, καίνυμαι, ἐλλαμπρύνομαι, πρέπω, ἀριστεύω, ἰσχύω, ἐναποδείκνυμαι, ἐμπρέπω, ἐνδιαπρέπω, λαμπρύνω, μερίζω, μερίσδω, μεταπρέπω, ἐπικαίνυμαι, ἀποστατέω, διαλάμπω, διαλλάσσω, παραλλάσσω, διαφέρω, ἀφίστημι, ἀπέχω