Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ζῳογλύφος

From LSJ
Revision as of 15:15, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζῳογλύφος Medium diacritics: ζῳογλύφος Low diacritics: ζωογλύφος Capitals: ΖΩΟΓΛΥΦΟΣ
Transliteration A: zōioglýphos Transliteration B: zōoglyphos Transliteration C: zooglyfos Beta Code: zw|oglu/fos

English (LSJ)

[ῠ], ὁ,

   A sculptor, AP12.56 (Mel.), 57 (Id.); cf. ζωγλύφος.

German (Pape)

[Seite 1143] ὁ, Bildschnitzer, Bildhauer, Mel. 11. 12 (XII, 56. 57).

Greek (Liddell-Scott)

ζῳογλύφος: ὁ, γλύπτης ζῴων, Ἀνθ. Π. 12. 56, 57.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
sculpteur, statuaire.
Étymologie: ζωός, γλύφω.

Greek Monolingual

ο (Α ζωογλύφος)
γλύπτης ζώων, καλλιτέχνης γλυπτών παραστάσεων ζώων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (ΙΙ) + -γλύφος (< γλύφω), πρβλ. εικονο-γλύφος, τοκο-γλύφος].

Greek Monotonic

ζῳογλύφος: [ῠ], ὁ (γλύφω), γλύπτης που απεικονίζει με τη σμίλη του θέματα παρμένα από τη φύση, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ζῳογλύφος: (ῠ) ὁ ваятель, скульптор Anth.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζῳογλύφος -ου, ὁ [ζῷον, γλύφω] beeldhouwer.

Middle Liddell

ζῳο-γλύ˘φος, ὁ, γλύφω
a sculptor, Anth.