θυμοσοφικός
λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → for men reason cures grief, for men reason is a healer of grief, a physician for grief is to people a word, pain's healer is a word to man, logos is a healer of man's anguish, talking through one's grief is therapeutic
English (LSJ)
ή, όν,
A clever, Ar.V.1280 (Sup.).
German (Pape)
[Seite 1225] ή, όν, weise durch eigene Einsicht (ἀπὸ σοφῆς φύσεως αὐτόματος), im superlat., Ar. Vesp. 1280.
Greek (Liddell-Scott)
θῡμοσοφικός: -ή, -όν, ὅμοιος πρὸς θυμόσοφον, εὐφυής, Ἀριστοφ. Σφηξ. 1280.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
d’une nature raisonnable, intelligente.
Étymologie: θυμόσοφος.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α θυμοσοφικός, -ή, -όν) θυμόσοφος
αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη θυμοσοφία ή στον θυμόσοφο.
Greek Monotonic
θῡμοσοφικός: -ή, -όν, ευφυής, πνευματώδης, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
θῡμοσοφικός: рассудительный, разумный Arph.
Middle Liddell
θῡμοσοφικός, ή, όν
like a clever fellow, Ar. [from θῡμόσοφος]