καταγιγαρτίζω
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
A take out the kernel: metaph., deflower, Ar.Ach. 275 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1342] eigtl. auskernen, s. γίγαρτον, in obscöner Bdtg Ar. Ach. 263, stuprare.
Greek (Liddell-Scott)
καταγῐγαρτίζω: ἐξάγω τὰ γίγαρτα, τὰ «κουκούτσια»· μεταφ., ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, stuprare, Ἀριστοφ. Ἀχ. 275.
Greek Monolingual
καταγιγαρτίζω (Α)
(με άσεμνη σημ.) βγάζω τα κουκούτσια από καρπό, καταγαμώ («ὑληφόρον... μέσην λαβόντ' ἄραντα καταβαλόντα καταγιγαρτίσαι», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -γιγαρτίζω (< γίγαρτον «το κουκούτσι του σταφυλιού»), πρβλ. εκ-γιγαρτίζω].
Russian (Dvoretsky)
καταγιγαρτίζω: досл. освобождать (плоды) от косточек, перен. бесчестить (лат. stuprare) Arph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταγιγαρτίζω [κατά, γίγαρτον] ontmaagden.