κλιμακτήρ
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A rung of a ladder, E.Hel.1570, Ar.Fr.277, Hp. Art.78, IG22.244.80, 11(2).203A43 (Delos, iii B.C.). II Astrol., critical point in human life, determined by multiples of 7, as 35, 49, 63, Varr. ap. Gell.3.10.9, Epist.Aug.ib.15.7.3, Vett.Val.143.9, Ptol. Tetr.141, Heph.Astr.1.1, etc.; κ. ἑβδοματικοί Theol.Ar.53: generally, danger, Anon. ap. Suid.s.v. ἐγκοπή.
German (Pape)
[Seite 1453] ῆρος, ὁ, Stufe einer Treppe, Leitersprosse; πλήσασα κλιμακτῆρας εὐσφύρου ποδός Eur. Hel. 1586; Hippocr. u. Sp., auch übertr., ein Abschnitt, ein gefahrvoller Absatz im Leben des Menschen, ein Stufenjahr, Plin. 7, 49, Gell. 3, 10. 15, 7. – Die Formen κλειμακτήρ u. κλημακτήρ sind als falsch zu betrachten.
Greek (Liddell-Scott)
κλῑμακτήρ: ῆρος, ὁ, βαθμὶς κλίμακος, Εὐρ. Ἑλ. 1570, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 270· ἴδε ἐν λέξ. κλῖμαξ ΙΙ. 2. ΙΙ. μεταφορ., κρίσιμος περίοδος ἐν τῇ ζωῇ τοῦ ἀνθρώπου, καθ’ ἃ ἐπίστευον οἱ ἀρχαῖοι, ὡς π.χ. τὰ ἔτη τῆς ἡλικίας 7, 14, 21, 28, κτλ., Πλίν. 7, 49, 50, § 161, Varro παρὰ Gell. 3. 10., 15. 7· καθόλου, κίνδυνος, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.· ― ὅθεν, ἐνιαυτὸς κλιμακτηρικός, ἔτος τοῦ βίου κινδυνῶδες, δηλ. τὸ 63ον, Πτολ. Τετράβ. σελ. 140. 26, Θεολ. Ἀριθμ. σ. 193.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
1 échelon, degré d’une échelle ; particul. sorte d’instrument de chirurgie;
2 fig. degré de la vie (difficile à franchir), càd année climatérique, qui passe pour décider de la vie des hommes.
Étymologie: κλῖμαξ.
Greek Monotonic
κλῐμακτήρ: -ῆρος, ὁ, βαθμίδα σκάλας, σκαλοπάτι, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
κλῑμακτήρ: ῆρος ὁ
1) ступень, ступенька Eur.;
2) (лат. climacter) возрастной переломный момент Plin., Gell.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλιμακτήρ -ῆρος, ὁ [κλῖμαξ] sport van een ladder.