μεγαλήτωρ

From LSJ
Revision as of 17:05, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλήτωρ Medium diacritics: μεγαλήτωρ Low diacritics: μεγαλήτωρ Capitals: ΜΕΓΑΛΗΤΩΡ
Transliteration A: megalḗtōr Transliteration B: megalētōr Transliteration C: megalitor Beta Code: megalh/twr

English (LSJ)

ορος, ὁ, ἡ, (ἦτορ)

   A greathearted, Πάτροκλος Il.16.257; Κύκλωψ Od.10.200, cf. D.P.658, etc.: in Hom. always with pr. ns., exc. in phrase μεγαλήτορα θυμόν Il.9.629, Od.9.500, al.; μεγαλήτορες ὀργαί Pi.I.5(4).34.

German (Pape)

[Seite 105] ορος, großherzig, bes. von hohem Muthe; Hom. oft, von einzelnen Helden, z. B. Patroklos, Il. 16, 527, u. ganzen Völkern, Τρῶες, 21, 55 Od. 10, 200, auch θυμός, 9, 500, das muthige Herz; μεγαλήτορες ὀργαί, Pind. I. 4, 38; ἵπποι, Opp. Cyn. 4, 113, v. l. μεγαλήνορες.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλήτωρ: -ορος, ὁ, ἡ (ἦτορ) μεγαλόψυχος, μεγαλόκαρδος, μεγάθυμος, ἐπίθ. γενναίων ἀνδρῶν καὶ ὁλοκλήρων ἐθνῶν, Ὅμ.· ὡσαύτως ἐπὶ τοῦ Πολυφήμου, Ὀδ. Κ. 200· ὁ Ὅμηρ. ἀείποτε συνάπτει αὐτὸ πρὸς κύρια ὀνόματα πλὴν ἐν τῇ φράσει μεγαλήτορα θυμὸν Ἰλ. Ι. 629, Ὀδ. Ι. 500, κ. ἀλλ.: οὕτω, μεγαλήτορες ὀργαὶ Πινδ. Ι. 5 (4), 44.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ, ἡ)
1 au grand cœur, au grand courage;
2 fier, orgueilleux.
Étymologie: μέγας, ἦτορ.

English (Autenrieth)

(ἦτορ): great-hearted, proud.

English (Slater)

μεγᾰλήτωρ
   1 great hearted ἀλλ' ἐν Οἰνώνᾳ μεγαλήτορες ὀργαὶ Αἰακοῦ παίδων τε (I. 5.34)

Greek Monolingual

μεγαλήτωρ, -ορος, ὁ, ἡ (ΑM)
μεγαλόκαρδος, μεγαλόψυχος («οἱ δ' ἅμα Πατρόκλῳ μεγαλήτορι θωρηχθέντες», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -ήτωρ (< ἦτορ «καρδιά»)].

Greek Monotonic

μεγᾰλήτωρ: -ορος, ὁ, ἡ (ἦτορ), μεγαλόκαρδος, ηρωϊκός, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλήτωρ: ορος adj. мужественный, отважный (Πάτροκλος, Ἐτεόκρητες, θυμός Hom.).

Middle Liddell

μεγᾰλ-ήτωρ, ορος, ὁ, ἡ, ἦτορ
great-hearted, heroic, Hom.