μαλακτικός

From LSJ
Revision as of 17:10, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

νὴ Δί᾿, ὦ [[φίλος|φίλη]] [[γύναι]], [[λέγω|λέγε]] → yes, dear lady, speak → yes, dear lady, do speak up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰλακτικός Medium diacritics: μαλακτικός Low diacritics: μαλακτικός Capitals: ΜΑΛΑΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: malaktikós Transliteration B: malaktikos Transliteration C: malaktikos Beta Code: malaktiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A emollient, χρίσματα Hp.Vict.2.66; δύναμις Plu.2.659c; μ. οἶκος, of the outer chamber in a bath, Alex. Trall.Febr.5.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰλακτικός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, ἐπὶ φαρμάκου μαλακτικοῦ, τοῖσι... μαλακτικοῖσι χρίεσθαι Ἱππ. 365. 9· δύναμις Πλούτ. 2. 659C.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
émollient.
Étymologie: μαλάσσω.

Greek Monolingual

και μαλαχτικός, -ή, -ό, θηλ. και -ιά (AM μαλακτικός, -ή, -όν) μαλακτός
1. αυτός που έχει την ιδιότητα να μαλακώνει
2. κατευναστικός, καταπραϋντικός («λόγους ψυχῆς μαλακτικούς», Κ. Μανασσ.)
νεοελλ.
(αισθητ.) γενικός χαρακτηρισμός συστατικών τών καλλυντικών συσκευασμάτων που απαλύνουν το δέρμα επιβραδύνοντας την εξάτμιση του νερού από τους ιστούς
νεοελλ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. ουσία εσωτερικής ή εξωτερικής χρήσης που έχει καταπραϋντικές ιδιότητες
αρχ.
φρ. «μαλακτικὸς οἶκος» — ο εξωτερικός θάλαμος βαλανείου.
επίρρ...
μαλακτικώς και -ά
με μαλακτικό τρόπο.

Russian (Dvoretsky)

μᾰλᾰκτικός: размягчающий, мягчительный (δύναμις Plut.).