παρακίνησις
From LSJ
ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?
English (LSJ)
εως, ἡ,
A disturbance, Phld.Rh.2.5 S. II gloss on παρακελευσμός, Sch. Th.4.11.
German (Pape)
[Seite 483] ἡ, Anregung, Anreizung; bei Schol. Thuc. 4, 11 Erkl. von παρακελευσμός; Verrenkung, Verrückung (?).
Greek (Liddell-Scott)
παρακίνησις: ἡ, παρόρμησις, προτροπή, Σχόλ. εἰς Θουκ. 4. 11, πρὸς ἑρμηνείαν τῆς λ. παρακελευσμός. 2) ἐξέγερσις, τὴν τοῦ πλήθους παρακίνησιν καταστεῖλαι Γ. Παχυμ. ἐν βίῳ Ἀνδρον. 19Β.