περίφημος

From LSJ
Revision as of 18:25, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft

Menander, Monostichoi, 307
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίφημος Medium diacritics: περίφημος Low diacritics: περίφημος Capitals: ΠΕΡΙΦΗΜΟΣ
Transliteration A: períphēmos Transliteration B: periphēmos Transliteration C: perifimos Beta Code: peri/fhmos

English (LSJ)

ον, (φήμη)

   A very famous, Archil. 63, Orph.A.24, Poll.5.158.    II in bad sense, notorious, Paul.Al. N.3.

German (Pape)

[Seite 599] sehr bekannt, berühmt, Orph. Arg. 24.

Greek (Liddell-Scott)

περίφημος: -ον, (φήμη) ὡς καὶ νῦν, λίαν πεφημισμένος, Ὀρφ. Ἀργ. 24, Πολυδ. Ε΄, 158.

Greek Monolingual

-η, -ο / περίφημος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός του οποίου η φήμη έχει εξαπλωθεί παντού, περιώνυμος, ξακουστός, ονομαστόςπερίφημος ποιητής»)
2. εξαίρετος, εξαιρετικός, θαυμαστός («περίφημο κρασί»)
3. ειρων. διαβόητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -φημος (< φήμη)].