πλακόεις

From LSJ
Revision as of 18:50, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰκόεις Medium diacritics: πλακόεις Low diacritics: πλακόεις Capitals: ΠΛΑΚΟΕΙΣ
Transliteration A: plakóeis Transliteration B: plakoeis Transliteration C: plakoeis Beta Code: plako/eis

English (LSJ)

εσσα, εν,

   A flat, πεδίον D.P.Fr.12.6, cf. Orph.A.951.

German (Pape)

[Seite 624] εσσα, εν, platt, flach, eben. breit, Orph. Arg. 949 u. a. Sp. S. πλακοῦς.

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰκόεις: εσσα, εν, πλακώδηςπλατύς, Διον. Π. Ἀποσπ. 12. 7, Ὀρφ. Ἀργ. 949· πρβλ. πλακοῦς.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
plat ; ὁ πλακόεις, par contr.πλακοῦς (ἄρτος) AR gâteau plat.
Étymologie: πλάξ.

Greek Monolingual

-εσσα, -εν, Α
(κυρίως για τόπο) πλατύς, επίπεδος, πεδινός («χώρῳ ἐπὶ πλακόεντι βόθρον τρίστοιχον ὄρυξα», Ορφ. Αργ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάξ, πλακός + κατάλ. -όεις].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλακόεις zie πλακοῦς.

Russian (Dvoretsky)

πλᾰκόεις: II стяж. πλᾰκοῦς, οῦντος ὁ (sc. ἄρτος) лепешка Arph. etc.
όεσσα, όεν плоский.