προδιαλύω

From LSJ
Revision as of 18:55, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προδιαλύω Medium diacritics: προδιαλύω Low diacritics: προδιαλύω Capitals: ΠΡΟΔΙΑΛΥΩ
Transliteration A: prodialýō Transliteration B: prodialyō Transliteration C: prodialyo Beta Code: prodialu/w

English (LSJ)

   A dissolve or break up before, τὰς τάξεις Plb.11.16.2; τὴν τῆν Plu.2.640e:—Pass., Arist.Pr.934b6.    2 relax previously, λεπτυνούσῃ διαίτῃ Gal.18(2).462.    3 dilute previously, ὕδατι Asclep.(?)ap.Gal.12.586.    4 mitigate first, Gal.14.693.    5 refute by anticipation, Lib.Decl.49 intr.5.

German (Pape)

[Seite 715] (s. λύω), vorher auflösen, προδιαλελυκότες τὴν τάξιν, Pol. 11, 16, 2.

Greek (Liddell-Scott)

προδιαλύω: διαλύω πρότερον, τὴν τάξιν Πολύβ. 11. 16, 2· τὴν γῆν Πλούτ. 2. 640Ε. ― Παθ., Ἄριστ. Προβλ. 23. 28.

French (Bailly abrégé)

1 dissoudre d’abord;
2 écarter ou entrouvrir auparavant, acc..
Étymologie: πρό, διαλύω.

Greek Monolingual

Α
1. διαλύω ή διασπώ κάτι από πριν («προδιαλελυκότες τὰς τάξεις τῶν Λακεδαιμονίων», Πολ.)
2. χαλαρώνω προηγουμένως
3. αναλύω προηγουμένως
4. μετριάζω, μειώνω, αμβλύνω κάτι προηγουμένως
5. ανασκευάζω προκαταβολικά.

Russian (Dvoretsky)

προδιαλύω:
1) ранее распускать, рассеивать (πνεῦμα προδιαλύεται Arst.): προδιαλελυκότες τὰς τάξεις Polyb. расстроив свои ряды, т. е. беспорядочной толпой;
2) ранее растворять (τὴν γῆν Plut.).