ψοΐτης

From LSJ
Revision as of 21:35, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψοΐτης Medium diacritics: ψοΐτης Low diacritics: ψοΐτης Capitals: ΨΟΪΤΗΣ
Transliteration A: psoḯtēs Transliteration B: psoitēs Transliteration C: psoitis Beta Code: yoi/+ths

English (LSJ)

[ῑ] μυελός, ὁ, (ψόα)

   A lumbar portion of the spinal cord, Gal.8.328.

German (Pape)

[Seite 1401] ὁ, μύελος, das Mark in den Lendenwirbeln, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ψοΐτης: μυελός, ὁ, ὁ ἐν ταῖς ψόαις, ὁ νωτιαῖοςῥαχίτης μυελὸς (ψόαι), Γαλην.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και ψωΐτης Ν
νεοελλ.
ανατ. ονομασία δύο ζυγών μυών της πυέλου (α. «ελάσσων ψοΐτης» β. «μείζων ψοΐτης»)
αρχ.
η οσφυϊκή περιοχή του νωτιαίου μυελού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψόα + επίθημα -ίτης (πρβλ. σιαγον-ίτης)].