πρόσπλατος

From LSJ
Revision as of 10:50, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσπλᾱτος Medium diacritics: πρόσπλατος Low diacritics: πρόσπλατος Capitals: ΠΡΟΣΠΛΑΤΟΣ
Transliteration A: prósplatos Transliteration B: prosplatos Transliteration C: prosplatos Beta Code: pro/splatos

English (LSJ)

ον, (προσπίλναμαι)

   A approachable, ξένοις A.Pr.716 (Elmsl. for πρόσπλαστοι).

Greek (Liddell-Scott)

πρόσπλᾱτος: -ον, (προσπλάζω) προσιτός, τινι Αἰσχύλ. Πρ. 716· τὰ ἀντίγραφα ἔχουσι πρόσπλαστοι, ἀλλ’ ἴδε Δινδ.

French (Bailly abrégé)

c. πρόσπλαστος.
Étymologie: πρός, πελάω.

Greek Monolingual

-ον, Α προσπελάζω
ευπρόσιτος, προσιτός.

Greek Monotonic

πρόσπλᾱτος: -ον (προσπλάζω), προσιτός, προσεγγίσιμος, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόσπλατος -ον [προσπίλναμαι] benaderbaar.

Middle Liddell

πρόσ-πλᾱτος, ον, προσπλάζω
approachable, Aesch.