ἀκτένιστος

From LSJ
Revision as of 11:15, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκτένιστος Medium diacritics: ἀκτένιστος Low diacritics: ακτένιστος Capitals: ΑΚΤΕΝΙΣΤΟΣ
Transliteration A: akténistos Transliteration B: aktenistos Transliteration C: aktenistos Beta Code: a)kte/nistos

English (LSJ)

ον,

   A uncombed, κόμη S.OC1261, Sch.A.R.1.60.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non peigné.
Étymologie: ἀ, κτενίζω.

Spanish (DGE)

-ον
despeinado κόμη S.OC 1261, cf. Philaenis en POxy.2891.1.2.3, Sch.A.R.3.50.

Greek Monolingual

-η, -ο και αχτένιστος (AM ἀκτένιστος, -ον) κτενίζω
αυτός που δεν χτενίστηκε, ακατάστατος, ξεχτένιστος
(νεολλ.)
1. (για τρίχες, νήματα κ.λπ.) αυτός που δεν τον επεξεργάστηκαν με ειδικό εργαλείο, με το χτένι, ο αλανάριστος,
2. (για λόγο, σύγγραμμα κ.λπ.) ο μη επεξεργασμένος με προσοχή και επιμέλεια, αφρόντιστος, παραμελημένος, μισοτελειωμένος.

Greek Monotonic

ἀκτένιστος: -ον (κτενίζω), αχτένιστος, ατημέλητος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκτένιστος: не(при)чесанный (κόμη Soph.).

Middle Liddell

κτενίζω
uncombed, unkempt, Soph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀκτένιστος -ον [ἀ-, κτενίζω ongekamd.