ἀνεξάλειπτος

From LSJ
Revision as of 12:10, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεξάλειπτος Medium diacritics: ἀνεξάλειπτος Low diacritics: ανεξάλειπτος Capitals: ΑΝΕΞΑΛΕΙΠΤΟΣ
Transliteration A: anexáleiptos Transliteration B: anexaleiptos Transliteration C: aneksaleiptos Beta Code: a)neca/leiptos

English (LSJ)

[ᾰλ], ον,

   A indelible, Isoc.5.71, Plu.2.1b, PHolm.22.43, cf. 1.12. Adv. -τως Hsch.

German (Pape)

[Seite 223] unauslöschlich, τιμή Isocr. 5, 71; ὀνείδη Plut. ed. lib. 1. – In B. A. 392 Erklrg von ἀναπόνιπτος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεξάλειπτος: -ον, ὁ μὴ ἐξαλειφόμενος, Ἰσοκρ. 96C, Πλούτ. -Ἐπίρρ. -τως Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ineffaçable.
Étymologie: ἀ, ἐξαλείφω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1imborrable, indeleble τιμαί Isoc.5.71, τὰ τῆς δυσγενείας ὀνείδη Plu.2.1a, μνήμη Longin.33.3, cf. Ph.1.498, 2.221, PHolm.1.129, Cyr.H.Procatech.17
indestructible, imperecedero τὰ σπέρματα τῆς ἀρετῆς Origenes M.17.173C.
2 carente de absolución del pecado μὴ ἀφῇς ἀνεξάλειπτον ἁμαρτίαν Marc.Er.Opusc.M.65.921A.
II adv. -ως imperecederamente φιλείτω με PMag.10.8.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀνεξάλειπτος, -ον)
αυτός που δεν εξαλείφθηκε ή δεν μπορεί να εξαλειφθεί, ανεξίτηλος.

Greek Monotonic

ἀνεξάλειπτος: -ον (ἐξαλείφω), μη εξαλειφόμενος, απαράγραπτος, σε Ισοκρ., Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεξάλειπτος: неизгладимый, незабываемый (τιμαί Isocr.; τῆς δυσγενείας ὀνείδη Plut.).

Middle Liddell

ἐξαλείφω
indelible, Isocr., Plut.