ἀπέραστος

From LSJ
Revision as of 12:30, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπέραστος Medium diacritics: ἀπέραστος Low diacritics: απέραστος Capitals: ΑΠΕΡΑΣΤΟΣ
Transliteration A: apérastos Transliteration B: aperastos Transliteration C: aperastos Beta Code: a)pe/rastos

English (LSJ)

ον,

   A unsurpassed, Aristeas 156 (v.l. ἀπέραντον).

German (Pape)

[Seite 287] unendlich, undurchdringlich, v. l. von ἀπέρατος Luc. V. hist. II, 30.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπέραστος, -ον) περώ
αξεπέραστος, ανυπέρβλητος
μσν.- νεοελλ.
εκείνος τον οποίο δεν έχει περάσει ή δεν μπορεί να περάσει κανείς, αδιάβατος
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει περάσει μέσα από κάτι («απέραστη κλωστή»)
2. (για υφάσματα) εκείνος που δεν έχει ξεπλυθεί
3. (για αγρούς) εκείνος που δεν οργώθηκε για δεύτερη φορά
4. (για αρρώστιες, συμφορές κ.λπ.) αυτός τον οποίο δεν έχει δοκιμάσει κάποιος
5. όποιος δεν έχει καταγραφεί ή καταχωριστεί σε βιβλίο
6. αυτός που δεν έχει περάσει, που διαρκεί ακόμη
7. (με άσεμνη σημασία) αυτή που δεν έχει διακορευθεί.