ἀροτός

From LSJ
Revision as of 13:05, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀροτός Medium diacritics: ἀροτός Low diacritics: αροτός Capitals: ΑΡΟΤΟΣ
Transliteration A: arotós Transliteration B: arotos Transliteration C: arotos Beta Code: a)roto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A arable, Theognost.Can.95.    II ἀροτόν· τὸν ὁλκὸν τοῦ Ἕκτορος ἢ τὸ ἀντίσταθμον A.Fr.270 (ap. Hsch.).

German (Pape)

[Seite 357] ὁ, 1) die Zeit des Ackerns, Hes. – 2) das Jahr, Soph. Tr. 69. 822. S. das vor.

Greek (Liddell-Scott)

ἀροτός: -ή, -όν, δύναταί τις νὰ ἀρόσῃ, ὀργώσῃ, καὶ ὁ ἀρηρομένος, Θεογνώστου Καν. 95.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
arable γῆ PLugd.Bat.17.17.14, cf. Theognost.Can.95.14.

Greek Monolingual

ἄροτος, ο (Α) αρώ
1. ο καλλιεργήσιμος αγρός
2. ο καρπός του αγρού, η σοδειά, η συγκομιδή
3. το όργωμα, η καλλιέργεια
4. η εποχή για καλλιέργεια
5. μτφ. η γέννηση παιδιών.