ἀροτός
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
English (LSJ)
ή, όν,
A arable, Theognost.Can.95. II ἀροτόν· τὸν ὁλκὸν τοῦ Ἕκτορος ἢ τὸ ἀντίσταθμον A.Fr.270 (ap. Hsch.).
German (Pape)
[Seite 357] ὁ, 1) die Zeit des Ackerns, Hes. – 2) das Jahr, Soph. Tr. 69. 822. S. das vor.
Greek (Liddell-Scott)
ἀροτός: -ή, -όν, δύναταί τις νὰ ἀρόσῃ, ὀργώσῃ, καὶ ὁ ἀρηρομένος, Θεογνώστου Καν. 95.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
arable γῆ PLugd.Bat.17.17.14, cf. Theognost.Can.95.14.
Greek Monolingual
ἄροτος, ο (Α) αρώ
1. ο καλλιεργήσιμος αγρός
2. ο καρπός του αγρού, η σοδειά, η συγκομιδή
3. το όργωμα, η καλλιέργεια
4. η εποχή για καλλιέργεια
5. μτφ. η γέννηση παιδιών.